- επίπαν
- ἐπίπαν και ἐπὶ πᾱν (AM)επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.)αρχ.1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.)2. περίπου, τουλάχιστον3. ως ουδ. τού επιθ. επίπας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παν].
Dictionary of Greek. 2013.